- φθαρτογενής
- -ές, Νφυσιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φθαρτό εμβρυϊκό υμένα ή προέρχεται από αυτόν («φθαρτογενή κύτταρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) … Dictionary of Greek